- μεσοπλευρίου
- μεσοπλεύριοςbetween the ribsmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλευροδυνία — η, Ν ιατρ. πόνος τής επιφάνειας τού θώρακα και ιδίως τών μεσοπλεύριων διαστημάτων, που οφείλεται σε πάθηση τών ενδοθωρακικών οργάνων ή σε νευραλγία μεσοπλεύριου νεύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ, πρβλ. αγγλ. pleurodynia (< πλευρά + οδύνη)] … Dictionary of Greek
στερνικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στέρνο 2. φρ. α) «στερνικές πλευρές» πλευρές οι οποίες αρθρώνονται άμεσα με το στέρνο, αλλ. γνήσιες πλευρές β) «στερνική παρακέντηση» ιατρ. διαδερμική παρακέντηση τού οστού τού στέρνου στο ύψος τού 2ου … Dictionary of Greek
υποπλεύριος — α, ο, Ν ανατ. 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τις πλευρές τού θώρακα 2. φρ. «υποπλεύριος μυς» ανατ. ονομασία δεσμών τού έσω μεσοπλεύριου μυός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + πλευρό + κατάλ. ιος. Το επίθ., στον πληθ. τού ουδ. ὑποπλεύρια, μαρτυρείται από… … Dictionary of Greek
πλευροτομή — πλευροτομή, η και πλευροτομία, η διάνοιξη του υπεζωκότα με τομή μεσοπλεύριου διαστήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)